καρβένια

καρβένια
Ασταθείς οργανικές ενώσεις που περιέχουν ένα ηλεκτρικά ουδέτερο δισθενές άτομο άνθρακα. Έχουν γενικό τύπο RR’C: (όπου R, R’ αλκύλια, ενώ οι τελείες συμβολίζουν δύο αδέσμευτα ηλεκτρόνια). To πιο απλό κ. είναι το μεθυλένιο :CH2, που σχηματίζεται κατά τη θερμική ή φωτοχημική διάσπαση του διαζομεθανίου ή του κετενίου: CH2N2→ :CH2 + Ν2. Τα διαλογονοκαρβένια δημιουργούνται κατά τη θερμική διάσπαση των αλκαλικών αλάτων των τριαλογονοξικών οξέων: CCl3COONa → :CCl2 + NaCl + CO2. Η σταθεροποίηση των κ. μπορεί να γίνει κυρίως είτε με διμερισμό :CH2 + :CH2→ CH2 = CH2 είτε με εισαγωγή κ. στον δεσμό άνθρακα-υδρογόνου των υδρογονανθράκων :RH + :CH2→ RCH3.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρβένιο — το χημ. συν. στον πληθ. τα καρβένια συνοπτική ονομασία εξαιρετικά δραστικών χημικών οργανικών ενώσεων που περιέχουν στα μόριά τους δισθενή άτομα άνθρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carbene < carb (πρβλ. λατ. carbo «άνθραξ» + κατάλ. ene που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”